- διαιρετέον
- διαιρετέονone must dividemasc acc sgδιαιρετέονone must divideneut nom/voc/acc sgδιαιρετέοςmasc acc sgδιαιρετέοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαιρετέος — διαιρετέον one must divide masc nom sg διαιρετέος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπηλίκος — ὁπηλίκος, η, ον (Α) (σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο μεγάλος ή μικρός («καθ ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα διαιρετέον αὐτούς», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁπηλίκος έχει σχηματιστεί από το θ. *yo τής αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ … Dictionary of Greek